- εἰκοσαπλοῦς
- εἰκοσα-πλοῦς, οῦν,A twentyfold, Sch.Il.22.349, Hsch. s.v. ἐεικοσαβοιέων.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εικοσαπλός — ή, όν (AM εἰκοσαπλοῡς, oῡv) αυτός που αποτελείται από είκοσι μονάδες … Dictionary of Greek